Με αφορμή τον εορτασμό της μέρας της γυναίκας στις 08 του Μάρτη και γι΄ αυτή τη χρονιά , στέκομαι με περίσσιο σεβασμό σε δυο γυναίκες που με πάθος αγωνίστηκαν κατά της αμάθειας και των προλήψεων, εκφράζοντας ένα υγιή φεμινισμό που ζητούσε ισοτιμία των δύο φύλων και όχι αναστροφή των ρόλων. Που δεν αμφισβήτησαν ποτέ τον οικογενειακό θεσμό. Εκείνο για το οποίο με πάθος αγωνίστηκαν ήταν η άρση του κοινωνικού αποκλεισμού των γυναικών και η κατοχύρωση του δικαιώματος να μορφώνονται και να μπορούν να χρησιμοποιήσουν επαγγελματικά την μόρφωσή τους.
Από το 1886 όλο και περισσότερες Ελληνίδες ζητούν να συνεχίσουν τις σπουδές τους στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση . Το γεγονός αυτό προκάλεσε άμεσες αντιδράσεις . Ήταν κανόνας της εποχής η εκπαίδευση των γυναικών να έχει αποκλειστικά και μόνο διακοσμητικό και επικουρικό ρόλο στην αποστολή της γυναίκας , που δεν ήταν άλλη από το να γίνει καλή σύζυγος και νοικοκυρά . Τα γαλλικά , το πιάνο και οι βασικές γυμνασιακές γνώσεις ήταν υπεραρκετά .
Η πρώτη ελληνίδα φοιτήτρια Ελένη Παναγιωτάτου , το 1886 έτυχε θεαματικής και παράξενης υποδοχής από τους συμφοιτητές και καθηγητές της . " Σκούπα και φαράσι . Εις την κουζίναν . Εις την κουζίναν !!!" ήταν η ρυθμική κραυγή που άκουσε από τους άρρενες της πανεπιστημιακής κοινότητας με το πού εισήλθε στο χώρο του Πανεπιστημίου .
Λίγο αργότερα μία φοιτήτρια της φιλοσοφικής έδειρε τον καθηγητή της Γρηγόρη Βερναρδάκη , στην Πλατεία Συντάγματος επειδή την έκοβε συνεχώς και αναίτια στα μαθήματα .
Για την Ιατρική ούτε λόγος ....τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα . Η δεκαοχτάχρονη Ελένη Παντελίδου, δεν δίστασε να οδηγηθεί στην αυτοκτονία, γιατί το Πανεπιστήμιο Αθηνών δεν της επέτρεψε την εγγραφή της στην Ιατρική Σχολή. Σε σημείωμα της έγραφε:
« Αυτοκτονώ, διαμαρτυρόμενη δια την αδικίαν. Ο θάνατός μου ας ακουστεί ως κραυγή εις εκείνους οίτινες θεωρούν τη γυναίκα ως μεσαιωνικήν δούλην».
Η ΠΡΩΤΗ ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΙΑΤΡΟΣ - ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΠΟΘΑΚΗ
Η Μαρία Καλοποθάκη γεννήθηκε το 1859 στην
Αθήνα, πατέρας ήταν ο Μιχαήλ Καλοποθάκης και μητέρα της Αμερικανίδα-ονόματι Μάρθα Χούπερ Μπλάκλερ από το Μάρμπλχέντ, της Μασσαχουσσέττης.
Μετά τον πρόωρο θάνατο της μητέρας της το 1871, στάλθηκε με τη νεώτερη αδελφή της σε συγγενείς της στην Αμερική, όπου πήγε στο σχολείο για αρκετά χρόνια. Ηταν για τα πρώτα δύο χρόνια μαθήτριες στο διάσημο σχολείο της Κυρίας Χαίηνς στην Νέα Υόρκη, μετά πήγαν στο Φαίρφαξ Χώλ στο Ουίντσεστερ της Βιρτζίνια .
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, διδάχτηκε με την βοήθεια ενός Ελληνα προγυμναστή και έλαβε το δίπλωμα από το Παρθεναγωγείο. Επέστρεψε σύντομα στις Ηνωμένες Πολιτείες και γράφτηκε στο Χάρβαρντ Αννεξ (τώρα Κολλέγιο Ραντκλιφ) παίρνοντας την ανώτερη τάξη των Ελληνικών. Πριν επιστρέψει στην Αθήνα πήρε την άδεια να ακολουθεί τις νοσοκόμες στην επίσκεψή τους στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης, για να πάρει μία ιδέα από την νοσοκομειακή εκπαίδευση και να δει αν είχε την δύναμη να παραστεί σε αυτοψίες, σε εγχειρήσεις και σε επιθανάτιες κλίνες. Είχε κατά νουν μία πρακτική εφαρμογή των γνώσεών της ιδρύοντας στην Αθήνα μία τάξη Ελληνίδων Διακονισσών, σύμφωνα με το σχέδιο Κάϊζερβέρθ κάνοντας την νοσηλεία κλήση με μοντέρνες για την εποχή Αγγλοαμερικανικές μεθόδους.Η Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του 1880, ήταν ακόμα πολύ συντηρητική και όσον αφορά στις γυναίκες θα μπορούσε να περιγραφεί σαν έντονα μεσοβικτωριανή. Το Πανεπιστήμιο της Αθήνας δεν είχε ακόμα αντιμετωπίσει τα προβλήματα της ανώτατης εκπαιδεύσεως των γυναικών. Ηταν στο Παρίσι που η Μαρία Καλοποθάκη, η πρώτη Ελληνίδα γιατρός στράφηκε για την ιατρική της εκπαίδευση.
Εγινε δεκτή στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Παρισιού τον Οκτώβριο του 1886, αφού οι προηγούμενές της σπουδές έλαβαν την αναγνώριση και την ισοτιμία του Γαλλικού Μπακαλωρεά ες Λετρ, Και από τότε για οκτώ χρόνια απήλαυσε ίσων δικαιωμάτων και προνομίων με τους άνδρες στις παραδόσεις, στα εργαστήρια, στο ανατομείο, στους θαλάμους των νοσοκομείων, και στο χειρουργείο, σύμφωνα με τις, όπως αναφέρει η ίδια, "φιλελεύθερες παραδόσεις και την σωστή αίσθηση του δικαίου της Γαλλικής νοοτροπίας".
Κατά την διάρκεια των ετών που πέρασαν στην νοσοκομειακή υπηρεσία μερικών από τους πιο σπουδαίους κλινικούς και χειρουργούς του Παρισιού, έκλινε έντονα προς την χειρουργική και την γυναικολογία, και σε μία στιγμή όταν η αντισηψία έδινε χώρο στην ασηψία, ξόδευε όλο τον ελεύθερο χρόνο της στην ανατομία. Εχοντας υπ'όψιν της τις ανάγκες στην Ελλάδα, όμως , έδωσε την προσοχή της στις ασθένειες των παιδιών και η διδακτορική της διατριβή ήταν σχετικά με τα προβλήματα και τις βλάβες στις χρόνιες γαστρεντερικές δυσλειτουργίες των βρεφών. Ακολούθησε μία μονογραφή βασισμένη στην έρευνα της αναπτύξεως των στομαχικών αδένων στο έμβρυο από τον έκτο μήνα έως την γέννηση.
Επέστρεψε στην Αθήνα αργά το 1894, και αφού πέρασε τις προφορικές και γραπτές εξετάσεις μπροστά στην Ελληνική Ιατρική Σχολή, άρχισε να ασκεί την γενική ιατρική αν και της σύστησαν να κάνει την γυναικολογία ειδικότητά της. Ως η πρώτη γυναίκα γιατρός συστήθηκε αμέσως από την ''Φιλόπτωχο Εταιρεία'' μία φιλανθρωπική οργάνωση που υποστηριζόταν από τις προσπάθειες και τις θυσίες των καλύτερων κυριών της Αθήνας. Κατά την διάρκεια των τριών ετών σε αυτήν την εταιρεία έμαθε, όπως αναφέρει, την μεγάλη αξία του Αττικού ήλιου και των αττικών ανέμων στην δημόσια υγεία. Για να χαράξει κανείς τις απαρχές του γυναικείου ιατρικού κινήματος στην Ελλάδα, πρέπει να πάει πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 1890 όταν το Πανεπιστήμιο της Αθήνας πρώτη φορά δέχτηκε γυναίκες σε ένα οποιοδήποτε τμήμα του. Η πρώτη Ελληνίδα που έγινε δεκτή ήταν η Ιωάννα Στεφανοπούλου, εκδότρια του ''Messager d' Athènes'', ενός από τα δύο επίσημα έντυπα της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Εγινε δεκτή στις παραδόσεις της Φιλοσοφικής σχολής χωρίς αντίσταση.
Το 1892 δύο αδελφές από την Κεφαλλονιά, η Αγγελική και η Αλεξάνδρα Παναγιωτάτου, έγιναν δεκτές χωρίς δυσκολία από την Ιατρική σχολή και χωρίς εμφανή εχθρότητα από την πλευρά των φοιτητών. Ούτε αυτός ο νεωτερισμός έφερε αποδοκιμασία από την κοινή γνώμη αλλά μάλλον μία σκεπτικιστική συγκράτηση όσον αφορά στα αποτελέσματα αυτού του τολμηρού βήματος. Το 1894 τέσσερις άλλες γυναίκες έγιναν δεκτές η Ανθή Βασιλειάδου, η Αννα Κατσίγρα, η Ελένη Αντωνιάδου και η Βασιλική Παπαγεωργίου. Δεν συνάντησαν ενόχληση από τους συμφοιτητές τους εκτός από την γνωστή επίδειξη ανωριμότητας και θορυβώδους διαθέσεως των πρωτοετών φοιτητών που επιδεικνύεται παγκοσμίως. Αυτή η φάση γρήγορα έδωσε θέση σε σχέσεις αμοιβαίας κατανοήσεως και συντροφικότητας.
Η θέση των Ελληνίδων γυναικών ήταν διαμέσου των αιώνων της σκλαβιάς μία στάση αξιοπρέπειας και υπευθυνότητας στην διατήρηση ζωντανής της παραδόσεως του καθήκοντος της τιμής, της σεβασμού της θρησκείας στην οικογένεια.
Αφού δημιουργήθηκε το βασίλειο της Ελλάδος, γυναίκες με μόρφωση και κοινωνική θέση εργάστηκαν σταθερά και αφανώς . Οι ικανότητές τους και η εκτελεστική τους ικανότητά ς θα παρέμεναν <εν υπνώσει >> αν δεν ξέσπαγε ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 που τις κάλεσε σε συντονισμένη δράση.
Η Βασίλισσα Ολγα της οποίας οι φιλανθρωπίες έφταναν μέχρι της δημιουργίας δικού της νοσοκομείου για τους φτωχούς είδε τώρα το όνειρό της για νοσηλεία σαν επάγγελμα για τις μορφωμένες γυναίκες, να παίρνει μία απτή μορφή. Δήλωσε ότι χρειάζονταν εθελόντριες νοσοκόμες. Η Μαρία Καλοποθάκη ανέλαβε την εκπαίδευση τους με την βοήθεια των τεσσάρων φοιτητριών της Ιατρικής. Εντονη εκπαίδευση με παραδόσεις και επιδείξεις παραδίνονταν καθημερινά σε ένα πολυπληθές ακροατήριο γυναικών κάθε ηλικίας και τάξεως και ειδική εκπαίδευση σε αυτούς που έδειχναν ιδιαίτερη ικανότητα για μεγαλύτερες υπευθυνότητες. Η Μαρία Καλοποθάκη παρασημοφορήθηκε από την Βασίλισσα Ολγα για το έργο της και το καλοκαίρι του 1899 έλαβε αργυρό μετάλλιο με σταυρό με από κάτω ερυθρή ταινία με χαραγμένη την ημερομηνία 1897 σε ειδική τελετή που οργανώθηκε στα ανάκτορα για τις γυναίκες που συμμετείχαν στον ατυχή πόλεμο.Χάρις στην φιλελεύθερη νοοτροπία πλουσίων Ελλήνων στο εξωτερικό και στην αφοσιωμένη εργασία της εκτελεστικής επιτροπής έκανε δυνατή για την Ενωση των Ελληνίδων Γυναικών να θέσουν στη διάθεσή του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού σε πολύ βραχύ διάστημα ένα τέλεια οργανωμένο νοσοκομείο για την έδρα των εχθροπραξιών στο Βόλο και να προετοιμάσουν ένα άλλο σαν νοσοκομείο βάσης στην Αθήνα . Ο Βόλος στον Παγασητικό κόλπο επελέγει λόγω της ευκολίας της μεταφοράς των τραυματιών στην Αθήνα με νοσοκομειακά πλοία . Το νοσοκομείο στεγάστηκε στο οίκημα Ι. Κυριαζή που παραχωρήθηκε δωρεάν . Το προσωπικό αποτελούσαν δυο χειρουργοί του Ερυθρού Σταυρού Μιχ.Καντάς Αγγ.Ευαγγελίδης, η Καλοποθάκη διευθύντρια και Κατσίγρα ( φοιτήτρια) με 20 διαλεγμένες νοσοκόμες που επιβλέπονταν από δύο εκπαιδευμένες νοσοκόμες Αγγλίδες τις Rider & Dunbar .
Η Ενωση των Ελληνίδων Γυναικών οργανώθηκε από την Καλλιρρόη Παρρέν (ήταν επίσης η πρώτη υπέρμαχος των δικαιωμάτων των γυναικών όπως υπήρχαν στις άλλες χώρες), και η κήρυξη του πολέμου του 1897 βρήκε ανταπόκριση στην συντονισμένη δράση της Ενώσεως των Ελληνίδων γυναικών, στην οποία οι πρωτοπόρες γυναίκες ιατροί πήραν ενεργό μέρος.
Καλλιρρόη Παρρέν - Σιγανού
Πρωτοπόρος του γυναικείου κινήματος στην Ελλάδα, συγγραφέας και πρώτη ελληνίδα δημοσιογράφος.
Γεννήθηκε στα Πλατάνια Αμαρίου Ρεθύμνου την 1η Μαίου του 1859 και σύμφωνα με την θέληση των γονιών της έλαβε πολύ καλή μόρφωση. Το 1867, ενώ ήταν ακόμα 8 ετών, η αποτυχημένη εξέγερση της Κρήτης κατά των Οθωμανών υποχρέωσε τον πατέρα της Σπυρίδωνα Σιγανό να καταφύγει με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου και έγινε πρόεδρος της «Επιτροπής Κρητών Προσφύγων». Στον Πειραιά, η μικρή Καλλιρόη σπούδασε στην «Σχολή Σουρμελή» και την γαλλική «Σχολή Καλογραιών» και μετά στο περίφημο «Αρσάκειο» της Αθήνας, τότε σχολή παιδαγωγών, από την οποία αποφοίτησε το 1878 με άριστα.
Το 1879 ανέλαβε τη διεύθυνση του «Ροδοκανάκειου Παρθεναγωγείου της Ελληνικής Κοινότητας Οδησσού» στην Ρωσία και μετά από 5 χρόνια τοποθετήθηκε ως διευθύντρια του «Ζαππείου Παρθεναγωγείου» της Αδριανουπόλεως. Το 1886 εγκατέλειψε την διδασκαλία και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου και παντρεύτηκε τον αγγλογάλλο δημοσιογράφο Ιωάννη Παρρέν, ιδρυτή του «Αθηναϊκού Πρακτορείου».
Με ενθάρρυνση και ηθική στήριξη από τον σύζυγό της, στράφηκε στην δημοσιογραφία και στις 9 Μαρτίου 1887 εξέδωσε το πρώτο φύλλο της περίφημης εβδομαδιαίας «Εφημερίδος των Κυριών», της πρώτης ελληνικής γυναικείας εφημερίδας, γραμμένης αποκλειστικά από γυναίκες συντάκτριες που είχαν αποκτήσει μόρφωση στο εξωτερικό (τα δύο πρώτα φύλλα ωστόσο τα έφτιαξε εντελώς μόνη, υπογράφοντας ως Εύα Πρενάρ).
Το πρώτο εκείνο ηρωϊκό φύλλο διαβάστηκε σχεδόν από τους πάντες (πούλησε 10.000 αντίτυπα σε έναν αθηναϊκό πληθυσμό μόνον 65.000 ανθρώπων, αρκετοί από τους οποίους ήσαν αναλφάβητοι), αλλά κόστιζε στην «βλάσφημη» και «αναρχική» κυρία «Πρενάρ» μία βροχή υβριστικών, ειρωνικών, ακόμη και απειλητικών σχολίων από τους δημοσιογράφους της εποχής: «θα την συντρίψω διότι μαστροπεύει τας γυναίκας» διεκήρυσσε ο διευθυντής της εφημερίδας «Επιθεώρησις».
Με την βοήθεια όμως κάποιων λιγοστών υποστηρικτών της, ανάμεσα στους οποίους ήσαν ο ποιητής Κωστής Παλαμάς και ο συγγραφέας Γρηγόρης Ξενόπουλος, η Καλλιρόη Παρρέν κατόρθωσε να επιβάλει το διεκδικητικό λόγο της, να αποκαλύψει από το τρίτο φύλλο της εφημερίδας την πραγματική της ταυτότητα και να συγκεντρώσει γύρω της τις λίγες γυναίκες της εποχής που μπορούσαν να αντέξουν το, εξωφρενικό για τα δεδομένα της τότε καθυστερημένης Ελλάδας, όραμα της γυναικείας χειραφέτησης. Η εφημερίδα εκδιδόταν έκτοτε κάθε εβδομάδα επί 31 συνεχή χρόνια και σταμάτησε μόνον όταν το 1918 η εκδότρια εξορίστηκε για περίπου 10 μήνες στην Ύδρα λόγω των πολιτικών της φρονημάτων.
Η Καλλιρόη, στην οποία ο Παλαμάς είχε αφιερώσει και ένα ποίημά του («Χαίρε γυναίκα της Αθήνας, Μαρία, Ελένη, Εύα. Να η ώρα σου. Τα ωραία σου φτερά δοκίμασε και ανέβα και καθώς είσαι ανάλαφρη και πια δεν είσαι σκλάβα προς τη μελλούμενη άγια γη πρωτύτερα εσύ τράβα και ετοίμασε τη νέα ζωή, μιας νέας χαράς υφάντρα και ύστερα αγκάλιασε, ύψωσε και φέρε εκεί τον άντρα…») εκπροσώπησε την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα την Ελλάδα σε διεθνή Συνέδρια Γυναικών στο Παρίσι, το Λονδίνο και το Σικάγο (1888, 1889, 1893, 1896, 1900).
Πίστευε ότι «το μεγαλείο της Ελλάδος έγκειτο στο μεγαλείο των θυγατέρων της». Προς χάρη των γυναικών λοιπόν, ίδρυσε το 1893 την «Ένωση υπέρ της Χειραφετήσεως της Γυναίκας», καθώς και διάφορα κοινωφελή ιδρύματα για την ανακούφιση των απόρων γυναικών και την βελτίωση του εκπαιδευτικού επιπέδου των γυναικών: το 1890 ίδρυσε το «Κυριακάτικο Σχολείο», στο οποίο διδάσκονταν ανάγνωση και γραφή οι εργάτριες και οι υπηρέτριες, το 1895 μαζί με την Ναταλία Σούτσου το «Άσυλο της Αγίας Αικατερίνης», στο οποίο έβρισκαν προστασία οι ανύπαντρες μητέρες και οι κακοποιημένες εργάτριες, το 1896 το «Άσυλο Ανιάτων Γυναικών», το 1896 την «Μεγάλη Ένωση των Ελληνίδων», το 1898 τον «Πατριωτικό Σύνδεσμο» μετέπειτα ΠΙΚΠΑ. Το 1895 μάλιστα απευθύνθηκε στον τότε πρωθυπουργό Χ. Τρικούπη, ζητώντας την κατοχύρωση των πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών.
Το 1911 ίδρυσε επίσης το «Λύκειο Ελληνίδων», για την πνευματική εξύψωση των Ελληνίδων, το οποίο έγινε εστία έρευνας και διάδοσης του νεοελληνικού λαϊκού πολιτισμού και το 1912 ίδρυσε το «Πατριωτικό Ίδρυμα». Το 1921 διοργάνωσε το δεύτερο γυναικείο συνέδριο στην Ελλάδα (το πρώτο είχε γίνει στην Ακρόπολη, στις 24 Μαΐου 1898, υπό την προεδρία της Καλλιρρόης Κεχαγιά) και έπεισε τον τότε πρωθυπουργό Δ. Γούναρη να τοποθετηθεί προσωπικά υπέρ την χορήγησης ψήφου στις γυναίκες (που άργησε βέβαια πολύ να χορηγηθεί: δόθηκε το 1930 για δημοτικές μόνον εκλογές και για όσες γυναίκες ήσαν πάνω από 30 ετών και μόλις στις 28 Μαϊου 1952 για εθνικές εκλογές με πλήρες δικαίωμα «εκλέγειν και εκλέγεσθαι»).
Το κανονικό δικαίωμα ψήφου των γυναικών δεν πρόλαβε να το δει η Καλλιρόη Παρρέν, αφού πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 16 Ιανουαρίου 1940 στην Αθήνα. Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη στο 1οΝεκροταφείο, όπου πέντε δεκαετίες αργότερα, στις 6 Ιουνίου 1992, έγιναν από τον Δήμο Αθηναίων τα αποκαλυπτήρια μιας προτομής της.
Με τον μακροχρόνιο αγώνα της, η Καλλιρόη Παρρέν ενέπνευσε αυτοπεποίθηση στις γυναίκες της Ελλάδος, αλλά και έκανε του άντρες να μπορούν να δείξουν επιτέλους εμπιστοσύνη στις γυναικείες ικανότητες. Εγραψε πολλά άρθρα, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα, ανάμεσα στα οποία και τα «Η Ιστορία της Γυναικός από κτίσεως κόσμου έως σήμερον» (1889, τρεις τόμοι), «Επιστολαί Αθηναίας προς Παρισινήν» (1896 - 1897), «Η μάγισσα» (1901), «Το νέον συμβόλαιον» (1902), «Η νέα γυναίκα» (1907, τρίπρακτο θεατρικό δράμα), «Το σχολείον της Ασπασίας» (1908), «Η Χειραφετημένη» (1915), και πολλά άλλα ακόμη .